Τα Τουρκοβούνια αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πορείας της πόλης και φυσικό όριο της. Η λοφοσειρά αυτή της Αθήνας, εκτείνεται Β.Α. του Λυκαβηττού και περιλαμβάνει το Πολύγωνο, το Γαλάτσι κλπ φτάνει δε μέχρι τη Νέα Ιωνία. Έχει ύψος 338 μέτρα και το έδαφός της αποτελείται από ασβεστολιθικά πετρώματα. Φαίνεται ότι ο πρώτος που κάνει λόγο στα γραπτά του για το βουνό είναι ο Παυσανίας στα “Αττικά” του. Τον ονομάζει “Αγχεσμό”. Λέει μάλιστα ότι στην κορυφή του βρίσκεται ξόανο του θεού Δία: “Διός άγαλμα Αγχεσμίου” καιρικού θεού, δηλαδή του θεού που ρύθμιζε τις καιρικές συνθήκες. Σύμφωνα με τον μύθο, από εκεί ο πατέρας των θεών έριχνε τις αστραπές και τις βροντές.
Η λέξη “Αγχεσμός” πιθανότατα προέρχεται από την λέξη “άγχη” που θα πει πλησίον και “εσμός” που σημαίνει αυτός που εξορμά δυνατά.
Το όνομα Αγχεσμός διατηρήθηκε μέχρι τον 3ο-5ο μ.Χ. αιώνα. Από εκεί και πέρα μετονομάζεται σε “Λυκοβούνια”. Για το νέο όνομα υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Μία από αυτές αναφέρει ότι ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των λύκων που ζούσαν στο δάσος του βουνού. Άλλη βασίζεται σε ένα μύθο: από τον “Λύκο”, ένα από τους τρεις γιους του Ερεχθέα, βασιλιά της Αττικής, στον οποίο άφησε κληρονομιά τα βουνά. Και η τελευταία εκδοχή εξαιτίας του φωτός που έλουζε τα βουνά (Λύκος = φως).
Η ονομασία Τουρκοβούνια οφείλεται μάλλον στην μακρόχρονη παραμονή στην περιοχή της τουρκικής στρατιάς του Ομάρ Τουραχάν, που κατέλαβε την Αθήνα το 1456. Αναφέρεται οργάνωση κυνηγιού του Σουλτάνου και της συνοδείας του στα Τουρκοβούνια, που ήταν δύσβατη και δυσπρόσιτη τοποθεσία μέχρι προπολεμικά, γεμάτη άγρια ζώα. Η τελευταία εμφάνιση αϊτού στην περιοχή, χρονολογείται πριν από τον πόλεμο. Ακόμα υπάρχει τοποθεσία με το όνομα Περδικάρι, που φανερώνει το μεγάλο αριθμό των περδίκων που ενδημούσαν εκεί.
Μέχρι τη δεκαετία του 1940 οργανώνονταν εκδρομές για κυνήγι στο πυκνό δάσος που υπήρχε στα Τουρκοβούνια και στα βοσκοτόπια της περιοχής. Μέχρι τότε τα Τουρκοβούνια διατηρούν την πυκνή τους βλάστηση. Η Κατοχή και οι ανάγκες των Αθηναίων για καύσιμα οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος του δάσους σε καταστροφή. Το βουνό και στην διάρκεια του πολέμου παραμένει δύσβατο. Λίγοι τολμηροί καταφέρνουν να το πατήσουν. Μέχρι της αρχές του 20ου αιώνα στα Τουρκοβούνια εκπαιδευόταν το Ιππικό, μέχρι το 1943 η Σχολή Ευελπίδων ενώ μέχρι το 1946 έκανε ασκήσεις σκοποβολής η Αστυνομία. Μέχρι τη δεκαετία του ’60 κανείς δε τολμούσε να κυκλοφορήσει νύχτα στην περιοχή, έστω κι αν ήταν ανάγκη να κουβαλήσει νερό από την πηγή της Αγ. Γλυκερίας, αρκετά χαμηλότερα.
Η ανάπτυξη της περιοχής και η δημιουργία αρχικά, οργανωμένου οικισμού, έπειτα Κοινότητας και στο τέλος Δήμου δεν αφήνουν αλώβητα τα Τουρκοβούνια. Από το 1925 και μετά αρχίζει η αυθαίρετη και συστηματική ξύλευση, η οικοπεδοποίηση, το χτίσιμο χωρίς άδεια, η άναρχη δόμηση με πολλά σπίτια να βρίσκονται ακόμα και μέσα στους δρόμους, πράγμα που οδήγησε τελικά στη στενότητα των δρόμων, την περίοδο 1930-60. Η κατασκευή των λατομείων αλλά και τα σπίτια που αρχίζουν να χτίζονται στους πρόποδες τους και φτάνουν σήμερα σχεδόν μέχρι την κορυφή τους, αλλοίωσαν την μορφή τους.
Το 1961 η πρώτη διάνοιξη της Λεωφόρου Βεϊκου μέχρι το σημερινό νέο τέρμα συμπαρασύρει μέρος των Τουρκοβουνίων, ενώ η μορφή τους αλλάζει ακόμα περισσότερο αρκετά χρόνια αργότερα με την πλήρη διάνοιξη της και την σύνδεση του Γαλατσίου με τα βόρεια προάστια.
Το 1956 εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως και το κομμάτι πάνω από την πλατεία της Λαμπρινής.